στιμάρισμα

στιμάρισμα
το, Ν [στιμάρω]
εκτίμηση, υπόληψη, στίμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στίμα — η, ΝΜ φρ. «βιβλίο(ν) τής στίμας» (κατά την φραγκοκρατία, στα νησιά τού Αιγαίου) κατάστιχο καταγραφής τών κτημάτων με την αξία τους και τον καταβλητέο φόρο νεοελλ. 1. εκτίμηση, υπόληψη, στιμάρισμα («στο χωριό του δεν τόν έχουν σε στίμα») 2. ναυτ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”